ΟΔΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


 Οι δρόμοι έχουν ονόματα, τους διασχίζουμε άλλοτε για να φτάσουμε κάπου και άλλοτε για να φύγουμε από κάπου. Τους πατάμε και μας ανέχονται, τους μπερδεύουμε και περιμένουν υπομονετικά να γυρίσουμε, τους αλλάζουμε και βρίσκουν νέα βήματα. Μέσα τους περνάμε την ζωή μας, σπάνια συγκρατούμε τα ονόματα τους, εκτός και αν μας συμβεί κάτι σημαντικό. Τους έχουμε τόσο ανάγκη και όμως δεν τους υπολογίζουμε, εγωιστές ακόμη και με τους δρόμους. Ο εγωισμός μας, που γεμίζει το μυαλό και αδειάζει την ψυχή μας, αν είχε γεύση θα ήταν γεύση από ωμή πατάτα, αν είχαμε την τόλμη θα τον βάζαμε κάτω και θα τον πατούσαμε όπως τους δρόμους. Αν είχαμε την τόλμη θα φτιάχναμε ένα δικό μας δρόμο.

Σκέψεις, λέξεις, γεύσεις και αισθήματα, βρίσκουν το δρόμο τους μέσα από τα αδιέξοδα, όπως γίνεται συνήθως, τα μεγαλύτερα (φαινομενικά) αδιέξοδα, μας οδηγούν σε αξέχαστα ξέφωτα. Για τα παραπάνω λόγια αφορμή η  εξαιρετική γραφή του κ. Ιωάννη Σάββα.

Ιωάννα Κατσιμίγα

Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

iwannakk@hotmail.com


ΟΔΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
γράφει ο συνεργάτης μας Ιωάννης Σάββα.

 

 Περπατούσε ρυθμικά και βαριεστημένα στον άδειο μεσημεριάτικο δρόμο κρατώντας  μία τσάντα λεμόνια και μία τσάντα πατάτες. Είχε χαθεί μέσα στους μονότονους αυτούς δρόμους που μοιάζαν ίδιοι. Ίδια μοιάζαν και τα σπίτια των νοικοκύρηδων. Άλλωστε αυτοί οι δρόμοι δεν ήταν το σπίτι του, δεν ήταν η γειτονιά του, δεν ήταν η ζωή του. Ήταν Οκτώβριος  αλλά ο ήλιος τσουρούφλιζε σαν τηγάνι για μπέϊκον. Είχε για πρώτη φορά βάλει κοντομάνικο μπλουζάκι και σορτς, ύστερα από ένα παγωμένο, θλιμμένο χειμώνα που τον βάσταξε ως το βαθύ καλοκαίρι. Έφευγε από το μπακάλικο, τον περιμένανε στο σπίτι όπου διέμενε για να τελειώσουν το φαγητό.

Το μυαλό του ήταν όπως πάντα αλλού, κολλημένο στη ζωή που του έκλεψαν.

Λες και δεν είχε ποτέ φύγει ποτέ  από εκείνη τη ζωή, τη γεμάτη όνειρα και ελπίδες και αγώνες και ναρκωτικά και πόρνες. Μετέωρος θυμόταν τη ζωή διπλά από  τους καλόγερους, όταν έμενε στο μοναστήρι, τότε που είχε αναπάντεχα ορφανέψει. Είχε δεχτεί πολλή αγάπη από τους καλόγερους αλλά αυτός επέλεξε τη ζωή που ήξερε καλά, τη ζωή του δρόμου που τόσο είχε κάποτε αγαπήσει.

 Ήταν απίστευτα καταθλιπτικός αυτός ο νεαρός Φρέντι Μέρκιουρι, όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν οι σκοτεινοί περιστασιακοί φίλοι του. Όμως κατάφερνε πολύ καλά να το κρύβει φορώντας ένα μετριοπαθές, ουδέτερο προσωπείο. Συνέχισε να περπατάει σχεδόν ατάραχα αν και δεν είχε ιδέα που βρισκόταν. Δεν ανησύχησε, όπου και να πήγαινε εξάλλου ο ίδιος θα ‘τανε. Μετά από τις τόσες ηδονές του βίου του, πνευματικές και υλικές, είχε καταντήσει ολότελα ανηδονικός. Και άφοβος. Έστριψε από ένα στενόμακρο δρομάκι και κοίταξε τη ταμπέλα: ΟΔΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ έγραφε. Ποιας δικαιοσύνης άραγε, αναρωτήθηκε. Της θείας που συνειδητά αρνήθηκε ή της ανθρώπινης για την οποία είχε κάποτε αγωνιστεί, τότε που δεν είχε αυτές τις περίεργες αϋπνίες και ακόμα έβλεπε όνειρα και όχι εφιάλτες;  Κινήθηκε μέχρι πέρα, κοίταξε γύρω του τους άλλους δρόμους ΟΔΟΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ έγραφε από τη μια ΟΔΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ από την άλλη, λέξεις άγνωστες και οι δύο. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε και συνέχισε, κάπου θα βγαίνει. Συνάντησε μια γυναίκα με ψάθινο καπέλο και πράσινο θερινό φουστάνι  η οποία έστεκε στη βεράντα της και τον κοίταγε παράξενα .Να ήταν τρελός, να ήταν ναρκομανής, να ήταν κλέφτης, να ήταν αλλοδαπός, φάνηκε να διερωτάται με το καχύποπτο βλέμμα της. Ήταν όλα αυτά και τίποτα. Ήταν απλά ένας άνθρωπος  που χάθηκε.

Δεν ένιωθε τίποτα και δεν σκεφτόταν τίποτα παρά μονάχα συνέχισε να στρίβει και να στρίβει σε δρόμους που δεν γνώριζε ισορροπώντας πάντα ανάμεσα στα λεμόνια και τις πατάτες.

 Περπάταγε κάμποση ώρα, άγνωστο πόση και όλοι τον κοίταζαν περίεργα. Πρέπει να έφταιγε ο τρόπος που κρατούσε τα λεμόνια και τις πατάτες ή το γεγονός ότι φόραγε ολόμαυρα με τέτοια αφύσικη ζέστη. Συναντούσε συνέχεια κι άλλα σιωπηλά, στραβά σοκάκια, μπαλκόνια με χιλιάδες μανταλάκια και πόρτες θεόκλειστες. Έστριβε και από αυτά αλλά πουθενά δεν βγάζανε. Τώρα πια αντιλήφθηκε ότι ειχε στα σίγουρα χαθεί εντελώς. Ο νους του σαν παλιό μαχαίρι είχε στομώσει και σκεφτόταν συνέχεια τους φίλους του στα κεντρα απεξάρτησης, τους καλόγερους στα ψηλά βουνά, τις γυναίκες που πλάγιασαν και τον αγκάλιασαν με γεμάτα σώματα και άδειες ψυχές. Εκείνο που τον σόκαρε περισσότερο δεν ήταν ότι είχε χαθεί αλλά το ότι δεν νοιαζόταν και πολύ να βρει το δρόμο του, κι ας τον περίμεναν.

 Ήταν πλέον γεγονός, δεν μπορούσε να ζήσει καλουπωμένος σε ένα και μόνο δρόμο.

 Ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει επικίνδυνα και αυτός εξακολουθούσε να περιφέρεται σαν αδέσποτο όπου λάχει. Τα γόνατα του άρχισαν να τον πονούν και τα χέρια του πιάστηκαν από το βάρος. Σύγκαυσε αλλά δεν σταμάτησε. Αυτή τη φορά του φαινόταν απρόσμενα γνώριμο το τοπίο. Ξανακοίταξε την ταμπέλα. ΟΔΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ έγραφε. Κάνω κύκλους σκέφτηκε, συγκεντρώνοντας για λίγο το απλανές μυαλό του. Αντάμωσε ξανά την κυρία με το πράσινο φόρεμα, που αυτή την φορά έμπαινε στο αυτοκίνητο της, μιας ακριβή φίρμας. Τον ξανακοίταξε λίγο πιο τρομαγμένη τώρα. Κρατούσε ακόμα τα λεμόνια και τις πατάτες. Τηλέφωνο δεν είχε πάνω του, τώρα πια οι φιλοί του θα τον γυρεύουν με κάποια αγωνία. Κάθισε ευθύς χάμω στην άσφαλτο, δάγκωσε ένα λεμόνι με τη φλούδα, δάγκωσε μια ωμή πατάτα και άρχισε να γελάει υστερικά.

 Άλλωστε αυτοί οι δρόμοι δεν ήταν το σπίτι του, δεν ήταν η γειτονιά του, δεν ήταν η ζωή του...


Ιωάννης Σάββα

Δείτε περισσότερα για τον συνεργάτης μας ΕΔΩ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις